κουλόμετρο

κουλόμετρο
το
φυσ.-χημ. συσκευή που χρησιμεύει στη μέτρηση ποσοτήτων ηλεκτρισμού που διέρχονται από ένα ηλεκτρικό κύκλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. coulombmeter < coulomb (< όν. τού Charles de Coulomb, Γάλλου φυσικού) + -meter (< γαλλ. -metre < μέτρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”